ἰσχίῳ

ἰσχίῳ
ἴσχιον
hip-joint
neut dat sg
ἰσχίον
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενστρέφω — ἐνστρέφω (Α) [στρέφω] 1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.) 2. ζω σ έναν τόπο («σηκοῑς δ ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”